- αλημέριαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά ή που τήν στερήθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λημεριάζω].
Dictionary of Greek. 2013.